- κακόμορος
- κᾰκό-μορος, ον, = foreg., Hsch.A s.v. ἄμμορον, Suid. s.v. ἄμμορος. Adv.
-ως
Cat.Cod. Astr.8(4).129
, 142.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-ως
Cat.Cod. Astr.8(4).129
, 142.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακόμορος — κακόμορος, ον (AM) (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. ἄμμορον και τού λεξ. Σούδα στη λ. ἄμμορος) κακόμοιρος*. επίρρ... κακομόρως (Α) με κακή μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μορος (< μόρος), πρβλ. αινό μορος, πρωτό μορος] … Dictionary of Greek
κακόμορος — Cat.Cod. Astr. masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόμορον — κακόμορος Cat.Cod. Astr. masc/fem acc sg κακόμορος Cat.Cod. Astr. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομόροις — κακόμορος Cat.Cod. Astr. masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομόρους — κακόμορος Cat.Cod. Astr. masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομόρῳ — κακόμορος Cat.Cod. Astr. masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόμορε — κακόμορος Cat.Cod. Astr. masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek